Γιατί το διοξείδιο του άνθρακα είναι σημαντικό για τον οργανισμό;
Το οξυγόνο προσλαμβάνεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, όπου δεσμεύεται στο μόριο της αιμοσφαιρίνης, προκειμένου να μεταφερθεί μέσα από τα αγγεία στα κύτταρα του οργανισμού. Στους ιστούς η απελευθέρωσή του ελέγχεται μέσω ενός αποτελεσματικού μηχανισμού. Η φύση έχει προνοήσει να απελευθερώνεται οξυγόνο όπου έχει σημειωθεί αυξημένη κατανάλωση, η οποία αποδεικνύεται από την ύπαρξη ενός προϊόντος του μεταβολισμού, του διοξειδίου του άνθρακα. Το γεγονός αυτό ονομάζεται στη φυσιολογία, φαινόμενο Bohr (από τον φυσιολόγο που το ανακάλυψε το 1908). Αν το CO2 εμφανίζεται κάτω από το φυσιολογικό (45 με 47 mmHG στο αίμα) σε κάποιον ιστό, η ποσότητα οξυγόνου που θα αποδοθεί σε αυτόν θα είναι επίσης μειωμένη. Για την αποδέσμευση του οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη υπεύθυνο είναι το διοξείδιο του άνθρακα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε συνθήκες ηρεμίας, 75% του εισπνεόμενου οξυγόνου εκπνέεται.
Κατά τη διάρκεια έντονης σωματικής άσκησης 25% του Ο2 δεν χρησιμοποιείται επίσης από τον οργανισμό. Εύκολα συμπεραίνεται σύμφωνα με τα παραπάνω ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στον κορεσμό του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο αλλά στη χρησιμοποίησή του από τα κύτταρα. Η βαθιά αναπνοή, η κατανάλωση δηλαδή αέρα πάνω από το φυσιολογικό (περίπου 5 λίτρα αέρα το λεπτό), που καταλήγει σε μείωση του διοξειδίου του άνθρακα έχει σαν αποτέλεσμα την ελλιπή οξυγόνωση του οργανισμού.
Με απλά λόγια, όσο περισσότερο αέρα αναπνέουμε (έχει αποδειχθεί ότι πριν από μια ασθματική κρίση, οι ασθματικοί αναπνέουν πάνω από 20 λίτρα αέρα το λεπτό),τόσο λιγότερο οξυγόνο θα έχει το σώμα μας.
Ο ρόλος του διοξειδίου του άνθρακα δεν περιορίζεται στη ρύθμιση της απελευθέρωσης του οξυγόνου. Σημαντικός είναι ο ρόλος του CO2 και στη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας του οργανισμού.
Το ανθρακικό οξύ (H2CO3) που σχηματίζεται κατά την είσοδο του CO2 από τους ιστούς στο αίμα μειώνει το PH του αίματος (GUYTON 1998,Φυσιολογία του ανθρώπου σ.481).
Ο υπεραερισμός και η υποκαπνία μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική αλκάλωση, δηλαδή αύξηση του αλκαλικού χαρακτήρα του αίματος και των υγρών των ιστών.
Τα ένζυμα, απαραίτητα για όλες τις λειτουργίες του οργανισμού, είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στις μεταβολές του PH. Όταν το PH μετακινείται προς το αλκαλικό εξαιτίας του υπεραερισμού, πολλά ένζυμα δεν είναι πλέον δραστικά.
Επίσης, το μεγαλύτερο ρόλο στον έλεγχο του κυψελιδικού αερισμού, λεπτό με λεπτό , παίζουν οι μεταβολές της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα που περιέχεται στο αίμα. (GUYTON 1998 Φυσιολογία του ανθρώπου, σ.489). Το CO2 διεγείρει τα αναπνευστικά κέντρα του εγκεφάλου (που εντοπίζονται στη γέφυρα και τον προμήκη μυελό), τα οποία διατηρούν το ρυθμό της αναπνοής. Συνεπώς ο ρυθμός και το βάθος της αναπνοής εξαρτώνται από τα ποσοστά του CO2 στον οργανισμό .
Ο συνδυασμός υποξίας (σε επίπεδο ιστών ,αφού η αιμοσφαιρίνη μπορεί να είναι κορεσμένη), υποκαπνίας (μειωμένο διοξείδιο του άνθρακα) και αλκάλωσης έχει μία σειρά από αποτελέσματα σε διάφορους ιστούς. Εξαιτίας του μειωμένου CO2 παρατηρείται σύσπαση των λείων μυϊκών ινών στα τοιχώματα των βρονχιολίων και των τριχοειδών αγγείων, που έχει ως αποτέλεσμα τη στένωση του αυλού τους.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση, άσθμα ή αλλεργικά φαινόμενα, καρδιακή, πνευμονική ή νεφρική ανεπάρκεια, ακόμα και εγκεφαλικές βλάβες λόγω σκλήρυνσης των αιμοφόρων αγγείων (Ευάγγελος Μαγκίρης Μάιος 2003, Περισκόπιο της επιστήμης, Μέθοδος Buteyko, 25, 26).
Το άσθμα χαρακτηρίζεται από σπαστική συστολή των λείων μυϊκών των βρονχιολίων, η οποία προκαλεί έντονη δύσπνοια (GUYTON 1998,Φυσιολογία του ανθρώπου σ.495).
Σύμφωνα με τον Δρ. Buteyko to άσθμα είναι αποτέλεσμα του υπεραερισμού.
Ο οργανισμός στην προσπάθειά του να εμποδίσει την περεταίρω μείωση του διοξειδίου του άνθρακα μειώνει τη διατομή των αεραγωγών. Όταν ο υπεραερισμός μειωθεί με συνειδητό έλεγχο της αναπνοής και το CO2 αυξηθεί στο φυσιολογικό οι λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων και των βρονχιολίων χαλαρώνουν με αποτέλεσμα τη διάνοιξη της διατομής των αεραγωγών και τη διευκόλυνση της αναπνοής.
Χαμηλό διοξείδιο του άνθρακα στο αίμα προκαλεί επίσης στένωση της καρωτιδικής αρτηρίας, που είναι το βασικό αιμοφόρο αγγείο αιμάτωσης του εγκεφάλου. Ο βαθμός της στένωσης εξαρτάται εν μέρει από κληρονομική προδιάθεση, αλλά έχει υπολογιστεί από τον Gibbs (Gibbbs DM 1992 Hyperventilation induced cerebral ischemia in panic disorder and effects of nimodipine. American journal of psychiatry 154(11): 1603 1604) μέχρι και 50% σε άτομα με άγχος και κρίσεις πανικού.
Ο υπεραερισμός κάνει τον ανθρώπινο εγκέφαλο αφύσικα δραστήριο, εξαιτίας της μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα. Σαν αποτέλεσμα αυτού ο εγκέφαλος βγαίνει κυριολεκτικά εκτός ελέγχου λόγω της εμφάνισης αυθόρμητων και ασύγχρονων (αυτοδημιούργητων) σκέψεων (Artour Rakhimov Ph.D, Normal Breathing- The key to vital health). Ελέγχοντας την αναπνοή η έξαψη του εγκεφάλου ελέγχεται από τον ίδιο (Balestino M, Somjen GG, Concentration of carbon dioxide, interstitial pH and synaptic transmission in hippocampal formation of the rat, J Physiol 1988,396:247-266).
Όπως επισημαίνει ο Δρ. Buteyko, το διοξείδιο του άνθρακα συμμετέχει σε πολυάριθμες αμφίδρομες χημικές αντιδράσεις, που σχετίζονται με την αερόβια παραγωγή ενέργειας.
Υπεραερισμός και υποκαπνία έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαταραχή του κυτταρικού μεταβολισμού, γεγονός που σημαίνει ότι διαταράσσεται όλη η χημεία του οργανισμού.
Διαταραχές της συγκέντρωσης σημαντικών ουσιών στο αίμα μπορούν επίσης να αποδοθούν στο ελαττωμένο διοξείδιο του άνθρακα. Συσσωρεύονται προϊόντα της αναερόβιας λειτουργίας του οργανισμού, όπως γαλακτικό, ουρικό και πυρουβικό οξύ.
Οι νεφροί επιδιώκοντας να αποκαταστήσουν την αλκάλωση (που προκύπτει από τον υπεραερισμό), αποβάλλουν αλκαλικά ιόντα, όπως νάτριο και μαγνήσιο, αποστερώντας τον οργανισμό από ζωτικά συστατικά.
Ρυθμίζοντας το διοξείδιο του άνθρακα στο φυσιολογικό με την επανεκπαίδευση της αναπνοής, εκκρίνεται η ποσότητα κορτιζόνης που χρειάζεται ο οργανισμός. Η ανεπαρκής έκκριση της σημαντικής αυτής ορμόνης, μπορεί να αποδοθεί στη υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος σε ορισμένα ερεθίσματα.
Η μελέτη που έγινε στο νοσοκομείο Mater του Brisbane της Αυστραλίας το 1995 (Bowler,S.D.,Green, A.,& Mitchell, A 1998. Buteyko breathing technique in asthma: A blinded randomized controlled trial. Medical journal of Australia, 169, 575-578), κατέδειξε μειωμένη εξάρτηση των ασθματικών από τα στεροειδή (χορήγηση συμπληρωματικής κορτιζόνης) μέχρι και 50% όταν μειώθηκε ο υπεραερισμός με την εφαρμογή των αναπνευστικών ασκήσεων Buteyko.
Εξαιτίας του υπεραερισμού και της υποκαπνίας οι ενδοκρινείς αδένες αδυνατούν να συνθέσουν επαρκείς ποσότητες ορμονών, με αποτέλεσμα τον αποσυντονισμό των ζωτικών λειτουργιών.
«Το διοξείδιο του άνθρακα είναι η βασικότερη ορμόνη όλου του οργανισμού, είναι το μόνο που παράγεται από κάθε ιστό και δρα σε κάθε όργανο», σύμφωνα με τον Δρ. Yandell Henderson στην ιατρική εγκυκλοπαίδεια που εκδόθηκε το 1940.
Έλενα Παπαϊωάννου, Buteyko Breathing Specialist- Συγγραφέας